φουντώνω

φουντώνω
(I)
Ν [φούντα]
1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά
2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση»)
3. οργίζομαι («φουντώνει με το παραμικρό»)
4. ερεθίζομαι σεξουαλικά.
————————
(II)
Ν
[φούντι (Ι)]
τοποθετώ φούντια σε βαρέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φουντώνω — φουντώνω, φούντωσα, φουντωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουντώνω — φούντωσα, φουντωμένος, αμτβ. 1. βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά, δασώνω, βλαστίζω: Όπου πατάς, μεστά τα στάχυα φούντωσαν (Κ. Παλαμάς). 2. (για φωτιά), βγάζω πολλές και μεγάλες φλόγες, δυναμώνω. 3. μτφ., εντείνομαι στο έπακρο, επεκτείνομαι πολύ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασεύω — φουντώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξανάπτω — και ξανάβω και ξανάφτω (AM έξανάπτω) 1. ανάβω ζωηρή φλόγα, φουντώνω («ἧς δὴ μελείης καὶ πῡρ... ἐξανάπτεται», Ευστ.) 2. μτφ. (για πάθος) ερεθίζω, φουντώνω, φλογίζω την ψυχή 3. αναζωπυρώνω, αναζωογονώ 4. παθ. γίνομαι ζωηρός, παράφορος, φλογερός αρχ …   Dictionary of Greek

  • φούντωμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στόλου. * * * (I) το, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. το να αναπτύσσει πυκνά φύλλα και κλαδιά ένα φυτό ή ένα σύνολο φυτών (α. «το φούντωμα τής… …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …   Dictionary of Greek

  • αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω …   Dictionary of Greek

  • ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] …   Dictionary of Greek

  • δρογγεύω — και δρογγώνω (για δασώδη μέρη) φουντώνω, αποκτώ πυκνά δέντρα …   Dictionary of Greek

  • εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”